SIDIROPOULOS-EDITORIALΤη λογική της ενδυνάμωσης των σχέσεων της μειονότητας στη Θράκη με το τουρκικό κράτος υπηρέτησε η επίσκεψη του Τούρκου Αναπληρωτή Πρωθυπουργού Μπεκήρ Μποζντάγ στην περιοχή με την ευκαιρία του Σεκέρ Μπαϊράμ.

Η παρουσία του δεν προσέθεσε κάτι νέο στα ζητήματα της μειονότητας ή της πολιτικής της γείτονος ενώ οι τοποθετήσεις του υπήρξαν ήπιες η λιγότερο ήπιες, ανάλογα με το ακροατήριό του, εν μέσω μιας κρίσιμης συγκυρίας για τη γείτονα με πολλά ανοιχτά μέτωπα στα νότια σύνορά της. Τέλος, το θρησκευτικό στοιχείο, χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης Ερντογάν και συστατικό της παρουσίας της ως περιφερειακής υπερδύναμης, παραμένει έντονο σε όλες τις επαφές της μειονότητας με την Τουρκία.

Συνήθεις διατυπώσεις για τις προσπάθειες της Τουρκίας.
Στην Ξάνθη, όπου έκανε δηλώσεις στα τουρκικά Μέσα που τον ακολουθούσαν ενώ μίλησε και στην «ΤΕΞ», έμεινε στις συνήθεις τυπικές διατυπώσεις για τις προσπάθειες που κάνει η κυβέρνησή του στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τη διευκόλυνση του Πατριαρχείου σε μια σειρά από ζητήματα, την επιστροφή ιδιοκτησιών στην Κωνσταντινούπολη, τη στασιμότητα στο θέμα της Χάλκης, την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας (που δεν είναι και ιδιαίτερα θερμή τον τελευταίο καιρό). Όλα αυτά τα ζητήματα υπό το γενικό τίτλο «σε καλό πλαίσιο οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις» επαναλαμβάνονται σε κάθε αντίστοιχη επίσκεψη και, περίπου είναι σαν να αποτελούν «πατρόν» που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί και των δύο πλευρών. Είναι οι γνωστή τακτική των επισκεπτών από την Τουρκία που απεθύνονται στην Ελλάδα αλλά στοχεύουν στο τοπικό ακροατήριο της μειονότητας.

Πολύ περισσότερο τώρα με τα οξυμένα στρατιωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία και την τεράστια οικονομική κρίση της Ελλάδας, ουσιαστικές εξελίξεις – θετικές ή αρνητικές- στις σχέσεις των δύο χωρών αποφεύγονται. Η μόνη προφανής αλλαγή του τελευταίου διαστήματος, που όμως αφορά σε υλοποίηση του μακροχρόνιου σχεδιασμού της γείτονος είναι η διευκόλυνση του τουριστικού ρεύματος από την Ελλάδα προς τα μνημεία θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως η Παναγία Σουμελά όχι γιατί εκδηλώθηκε κάποια ξαφνική ευαισθησία αλλά για ξεκάθαρους οικονομικούς λόγους. Αντίστοιχα η Ελλάδα δυσκολεύεται να αντιληφθεί τη σημασία της προσέλκυσης του γιγαντιαίου τουριστικού κοινού της γείτονος (ειδικότερα η Θράκη την τεράστια αγορά της Κωνσταντινούπολης), επηρρεασμένη από την κρίση αλλά και τις αγκυλώσεις της. Στο ίδιο μακροχρόνια πλάνο της εξωτερικής πολιτικής εντάσσεται η αργή αλλά ξεκάθαρη επιχείρηση δημιουργίας μειονοτικού ζητήματος με χαρακτηριστικά Θράκης, στα Δωδεκάνησα.

Πιο ομιλητικός εκτός Ξάνθης
Στις δηλώσεις του εκτός της πόλης της Ξάνθης ο Τούρκος Αναπληρωτής Πρωθυπουργός ήταν πιο εκδηλωτικός και άφησε να διατυπωθούν κάποιες πιο προχωρημένες εκφράσεις που ικανοποίησαν το ακροατήριο, για τον «τουρκικό» εναγκαλισμό της μειονότητας ή για «τα εκατομμύρια των Τούρκων που πονάνε το ίδιο αν ένα αγκάθι πονέσει τους αδελφούς τους στη Θράκη», για «για κοινή καταγωγή και ιστορία με τους “Τούρκους” της ορεινής Ξάνθης» και άλλες εκφράσεις. Χρησιμοποίησε λιγότερες φορές από τα τοπικά στελέχη της μειονότητας τον όρο «τουρκική» αλλά ακολούθησε απόλυτα τη γνωστή γραμμή του εθνικού προσδιορισμού της μειονότητας και κατηγόρησε έμμεσα την Ελλάδα για τα προβλήματα που υπάρχουν με τις ονομασίες Συλλόγων κλπ.

Πιέζει επιτακτικά το θέμα των Μουφτήδων

Όπως είναι προφανές από τον προσκυνηματικό χαρακτήρα της επίσκεψης, τις επαφές και τη ρητορική του, αυτό που τίθεται διαρκώς είναι το θέμα των Μουφτήδων. Ένα ζήτημα που δεν οδηγεί πουθενά, και συνεχίζει να αποτελεί αγκάθι στις σχέσεις των δύο χωρών αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, αδικαιολόγητα ενδεχομένως, αφού η συντήρησή του δεν εξυπηρετεί κανέναν πλην ίσως κάποιων ακραίων σε μειονότητα και πλειονότητα που δυναμιτίζουν τη λύση για να μην αποδυναμωθεί η θέση τους. Ακόμη και στην τελευταία διακυβέρνηση Παπανδρέου υπήρξε ατολμία και ανεξήγητη στασιμότητα που διέκοψε τις εξελίξεις.

Η λύση μοιάζει αυτονόητη αλλά λόγω των γνωστών αγκυλώσεων καμία πλευρά -πλην της Αριστεράς στην Ελλάδα- δεν τη διατυπώνει ξεκάθαρα ενώ θα απαλλάξει τη μειονότητα από ένας είδος καταπίεσης, με ελληνικά ή τουρκικά αίτια:  Είναι η απογύμνωση του Μουφτή από τις δικαστικές αρμοδιότητες, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, και η δυνατότητα  να εκλέγεται έχοντας αποκλειστικά θρησκευτικές αρμοδιότητες. Το δε θέμα με τις ονομασίες των σωματείων και, επακόλουθα, του προσδιορισμού της μειονότητας, παρά την υποκρισία που το συνοδεύει είναι πολύ σύνθετο και η λύση δεν είναι τόσο εύκολη. Αρκεί να αντιμετωπιστεί γιατί η καθυστέρηση οδηγεί στην παγίωση των τετελεσμένων.

Δεν προσθέτουν κάτι αυτές οι επισκέψεις

Κατά τα άλλα η επίσκεψη Μποζνταγ επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά ότι καλό θα είναι να υπάρξει συνεννόηση για να μειωθεί η συχνότητα αυτών των επισκέψεων που δεν έχουν κάτι να προσθέσουν πλην ίσως της βελτίωσης του «φρονήματος» για ένα κομμάτι της μειονότητας, αλλά χωρίς να αλλάζει τη διαμορφωθείσα κατάσταση. Κερδισμένοι είναι όσοι επενδύουν στην ένταση των αντιθέσεων: Από τη μία, υπογραμμίζοντας τον απόλυτο εναγκαλισμό του συνόλου της μειονότητας (ανεξαρτήτως καταγωγής) με την «μητέρα πατρίδα», από την άλλη επισημαίνοντας τις –συνηθισμένες πια- προκλήσεις που εμπεριέχει μια τέτοια επίσκεψη. Όσο και αν ακούγεται περίεργο ο πιο μετριοπαθής επισκέπτης την τελευταία δεκαετία υπήρξε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της γείτονος που απέφυγε ακόμη και τη χρήση όρων που θα ενοχλούσαν. Όμως, έκτοτε η θέση τους Τουρκίας αλλά και η θέση της Ελλάδας στο γενικότερο περιβάλλον έχουν αλλάξει δραματικά έχοντας διαταράξει τις ισορροπίες. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνά κανείς.

Όσα δεν θέλουμε να βλέπουμε
Πολλά μπορεί να πει κανείς για τη θέση της μειονότητας της Θράκης στις Ελληνοτουρκικές Σχέσεις και τον πλήρη εκτουρκισμό ακόμη και των τμημάτων που δεν έχουν κοινή εθνοτική καταγωγή. Όμως εθελοτυφλεί όποιος δεν βλέπει ότι η συντριπτική της πλειοψηφία βρίσκεται προσκολλημένη στην τουρκική συνείδηση, ακόμη και αν πρόκειται για το υγιές τμήμα της που επιθυμεί ομαλή συμβίωση και θεσμική ένταξη στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους. Η εξέλιξη αυτή δεν συντελέστηκε μόνο επειδή η Τουρκία μεθοδικά προσεταιρίστηκε απόλυτα τη μειονότητα αλλά και γιατί η ελληνική πλευρά, πέρα από τα τραγικά της λάθη για πολλές δεκαετίες, ακόμη και στα λίγα χρόνια που προσπαθεί πράγματι,  συνεχίζει να κατηγορεί τους άλλους για να δικαιολογήσει την ανεπάρκειά και την αναποτελεσματικότητά της. Το μειονοτικό αποδείχτηκε ένα βαρέλι χωρίς πάτο όπου χάθηκαν κεφάλαια και απόθεμα εξωτερικής πολιτικής.
Ο χειρισμός των μειονοτικών ζητημάτων στην Ελλάδα απέτυχε παταγωδώς, όπως απέτυχε ο χειρισμός κάθε κοινωνικού, θεσμικού και οικονομικού ζητήματος, μιας διαλυμένης και χρεωκοπημένης χώρας. Για τους ίδιους λόγους που η χώρα απέτυχε παντού, απέτυχε και στη Θράκη.

Γιάννης Σιδηρόπουλος
isidister@gmail.com