SIDIROPOULOS-EDITORIALΟι αντοχές της κοινωνίας αλλά και οι αντιλήψεις που είναι ριζωμένες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι των πολιτών δοκιμάζονται με δύο ειδήσεις των τελευταίων ημερών.

Η πρώτη αφορά στη φημολογούμενη – μάλλον δεδομένη- προσπάθεια του Εργατικού Κέντρου Ξάνθης να «απαλύνει» το βάρος των συνταξιούχων με τα πλαστά ένσημα, που θα κληθούν να επιστρέψουν τα χρήματα από συντάξεις που εισέπραξαν παράνομα (περά από τις ποινικές ευθύνες τους). Όπως έχει γίνει γνωστό η διοίκηση του ΕΚΞ, επικαλούμενη  κοινωνικό πρόβλημα, θα ζητήσει διακανονισμό – δεν αποκλείεται και haircut- των χρημάτων που θα κληθούν σύντομα να επιστρέψουν οι εμπλεκόμενοι, παράλληλα με την επώδυνη επιστροφή στην αγορά εργασίας.

Θα «προκαλέσει» η αντιμετώπιση του σκανδάλου

Όπως είναι προφανές οι διοικούντες το ΕΚΞ καθοδηγούνται από τη γνωστή αντίληψη που διέπει όσους έλληνες κατάφεραν με κάποιο τρόπο να βολευτούν ότι το «βόλεμα» τους ακολουθεί εφ όρου ζωής. Αφού λοιπόν «βολεύτηκαν» σε κάποιο συνεταιριστικό (ας μην κρυβόμαστε) και αφού «βολεύτηκαν» με πλαστά ένσημα που αγόρασαν και βγήκαν στη σύνταξη σε ηλικίες που για εμάς (τη γενιά μου τουλάχιστον) θα ακούγονται ως κακόγουστο αστείο, θεωρούν δεδομένο ότι το παλαιοκομματικό πελατειακό μας σύστημα διαθέτει ακόμη τη δύναμη να συνεχίσει να τους «βολεύει».

Καταρχάς κάνοντας διακανονισμούς ή χαρίζοντας μέρος (ή και όλο το ποσό) που έκλεψαν (χωρίς εισαγωγικά) από τους συνταξιούχους γονείς μας και από τους νέους που δεν θα ζήσουν για να δουν ποτέ σύνταξη αλλά θα εισφέρουν στο Ταμείο που πληρώνει πλαστές συντάξεις. Κατά δεύτερο λόγο στο μυαλό όλων είναι να βρουν τον τρόπο να ξανα-«βολευτούν» σε κάποια συνεταιριστική θέση, αλλά αυτό δεν τολμά κανείς να το πει δημοσίως. Αυτή είναι η δικαιοσύνη που έχουν κάποιοι στο μυαλό τους. Εδώ όμως η κοινωνία, όπως έχουμε ξαναγράψει, δεν έχει κανένα οίκτο για όσους κοιτάζουν τόσο απροκάλυπτα την πάρτη τους.

Ενδεχομένως η υπόθεση είναι και ένα τεστ για την τήρηση της –κάθετης μέχρι στιγμής- στάσης του Σωκράτη Ξυνίδη απέναντι σε Εργατικό Κέντρο και ΣΕΚΑΠ. Η πληρωμή τους χρέους απέναντι στην κοινωνία, από όλους όσους έκλεψαν,  υπαγορεύεται τόσο από το νόμο όσο και από την ηθική και σε αυτό δεν χωράει αμφιβολία, ούτε μπορεί να αμφισβητηθεί από θλιβερές μειοψηφίες.

Κέντρο φύλαξης δίπλα στην Εκκλησία και το Σχολείο;

Το δεύτερο θέμα που προέκυψε είναι οι φήμες για την εγκατάσταση κέντρου φύλαξης μεταναστών στο Στρατόπεδο Στεφανίδη. Δεν γνωρίζω ποιος διέσπειρε τη φήμη ή συνέλαβε την ιδέα για κάτι τέτοιο αλλά θα ήταν φρόνιμο κάποιος που δεν είναι ηλίθιος να απαντήσει: Πιστεύει ότι έχει γεννηθεί ο άνθρωπος που έχει χάσει τόσο πολύ την επαφή με τη λογική ώστε να κάνει Κέντρο Φύλαξης Μεταναστών δίπλα σε κατοικημένη περιοχή, μέσα σε οικόπεδο που έχει Στρατολογικό Γραφείο, Λύκειο, Αμφιθέατρο του Δ΄ Σώματος και μια ολοκαίνουρια και τεράστια Εκκλησία; (διαφωνώ φυσικά με τον άναρχο τρόπο που έχει διαμοιραστεί το οικόπεδο και έχει αχρηστευτεί, είναι θέμα άλλης συζήτησης, αλλά έχει καταστήσει αδύνατη οποιαδήποτε άλλη χρήση του).

Η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί μομφή απέναντι στον βουλευτή Αλ. Κοντό, ο οποίος καλά κάνει και διερευνά στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου μια φήμη και αντιπολιτεύεται. Άλλωστε και ο αρμόδιος Υπουργός Χ. Παπουτσής αντί να απαντήσει επακριβώς στο ερώτημα και να διαψεύσει ως όφειλε πολιτικά, καταθέτει ένα τεράστιο και γενικόλογο κείμενο που «καταφέρνει» να αφήσει ανοιχτή μια χαραμάδα για δημιουργία κέντρου οπουδήποτε, γενικώς και αορίστως, την οποία οι αντίπαλοί του εκμεταλλεύονται εκ νέου. (Είναι προφανές εξάλλου ότι αν προσπαθούσε να κάνει κέντρο φύλαξης στο Στρατόπεδο Στεφανίδη θα απορούσαμε για τη δική του επαφή με τη λογική)

Αλλά όσοι είχαν την έμπνευση να «παίξουν» αυτό το σενάριο είναι προφανές ότι   απευθύνονται στο μη λογικό τμήμα του εγκεφάλου της κοινής γνώμης, για πολύ απλούς λόγους.  Απευθύνονται στα φοβικά και ρατσιστικά σύνδρομα που έχουμε ριζωμένα βαθιά μέσα στο υποσυνείδητό μας ακόμη και όσοι θέλουμε να λογιζόμαστε ως προοδευτικοί. Σε αυτά τα απίστευτά συντηρητικά στερεότυπα που διαπνέουν την κοινή γνώμη και είναι παρόντα ακόμη και σήμερα στην εκπαίδευσή μας, όπως ακριβώς και πριν από πολλές πολλές δεκαετίες.

Άγνωστη λέξη η ανεκτικότητα, ακόμη και για εμάς.

Η ανεκτικότητα λοιπόν είναι μια λέξη απίστευτα προκλητική για τους έλληνες, πόσο μάλλον για μας που διαφημίζουμε ότι συμβιώνουμε αρμονικά στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας μας. Κανείς δεν ασχολήθηκε ποτέ με τις συνθήκες φύλαξης των μεταναστών σήμερα στη Βέννα, όχι πολύ μακριά από εμάς, αλλά μόνο με την εκδοχή να φέρουν τους «ξένους» κοντά στο σπίτι του. Σίγουρα δεν θα γίνει ποτέ Κέντρο Φύλαξης σε κατοικημένη περιοχή για πολλούς λόγους. Αλλά γιατί είναι κατάρα για την περιοχή να γίνει κάπου εδώ γύρω; Γιατί είναι κατάρα να υπάρχει π.χ. κέντρο απεξάρτησης ναρκωτικών κοντά στο σπίτι μας (ενώ δεν ασχοληθήκαμε ποτέ για τις δομές αυτού του είδους παρά μόνο αν μας βρει το «κακό»), γιατί είναι κατάρα να υπάρχει ΧΥΤΑ κάπου κοντά μας (αλλά δεν μας απασχολεί ποτέ ότι δεν ανακυκλώνουμε τα σκουπίδια που παράγουμε αρκεί αυτός που τα μαζεύει να τα πάει σε άλλη περιοχή και όχι στη δική μας);. Αρκεί μόνο να το «κακό» να πάει στο γείτονα και όχι σε μας.  Πλησιάζει η εποχή που θα μας νοιάζει όμως, γιατί η πραγματικότητα θα μας προσγειώσει απότομα.

Αυτό λοιπόν, το δεύτερο θέμα της επικαιρότητας δείχνει ότι κάποιες αντιλήψεις της κοινωνίας, ακριβώς επειδή δεν έχουν δοκιμαστεί, παραμένουν σταθερά προσηλωμένες στο παρελθόν και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από όσους αρέσκονται να εκφοβίζουν την κοινή γνώμη.

Έρχεται η ώρα που θα ξεβολευτούμε όλοι.

Βολευόμαστε λοιπόν όχι μόνο μεταφορικά αλλά και πραγματικά με τις παγιωμένες αντιλήψεις της κοινής γνώμης και πολλοί κάνουν τη δουλειά τους έτσι (βόλεψε είναι η αλήθεια και τις ηγεσίες για πολλές δεκαετίες). Όμως, η  πραγματικότητα  και όσα βιώνουμε  θα δοκιμάσουν την αντοχή των στερεοτύπων που έχει διαμορφώσει ο νεοέλληνας αλλά δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ. Γι’ αυτό καλό είναι να αλλάξουμε έγκαιρα πριν οι εξελίξεις μας ξεπεράσουν όπως τους εμπλεκόμενους στο σκάνδαλο των συντάξεων, που έμειναν στη δεκαετία του ’80 μάλλον. Ακόμη και αν «τα φάγαμε μαζί» λοιπόν (που δεν αποκλείεται να συνέβη) δεν τα φάγαμε μαζί με τους «ξένους».