Η συντονισμένη προσπάθεια του νέου Αντιπεριφερειάρχη να συγκεντρώσει στο κτίριο της πρώην Νομαρχίας Ξάνθης όλες τις υπηρεσίες της δικαιοδοσίας του αλλά ακόμη και άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου, προκειμένου να απαλλαγεί η πολιτεία από το ενοίκιο που καταβάλλει σε ιδιωτικά κτίρια, είναι πράγματι η μοναδική πρόθεση αυτού του είδους που εκδηλώνεται και καταγράφεται τα τελευταία χρόνια.
Σε αυτό φυσικά συνηγορεί και η αναδιάρθρωση των υπηρεσιών που προκαλείται από τον Καλλικράτη και η ευνοϊκή συγκυρία της στέγασης της ΔΟΥ. Όμως, δεν γίνεται να αγνοηθεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνεται ορθή αντίληψη για το δημόσιο συμφέρον.
Με βάση τις ενδείξεις η Π.Ε. Ξάνθης θα καταφέρει να συγκεντρώσει στο κτίριό της, όλες της υπηρεσίες που σήμερα στεγάζονται κυρίως στο ιδιωτικό κτίριο της οδού Μπρωκούμη (έχει καταληφθεί σχεδόν όλο από υπηρεσίες τα τελευταία 25 χρόνια) και ίσως μείνει χώρος για να φιλοξενηθούν και υπηρεσίες του στενού δημόσιου τομέα, που σήμερα πληρώνουν ενοίκια στην αγορά.
Μα όλες οι υπηρεσίες σε εμπορικά κέντρα ;
Μια προσεκτική μελέτη στην πόλη αρκεί για να διαπιστώσει κανείς κάτι ομολογουμένως εντυπωσιακό αλλά και συνάμα προκλητικό: Όλα τα νεόδμητα , και εντυπωσιακά εμπορικά κέντρα της Ξάνθη στεγάζουν υπηρεσίες του Δημοσίου! Και μιλάμε για ΟΛΑ, οπουδήποτε και αν έχουν χτιστεί, λες υπάρχει κάποια αόρατη υποχρέωση του Δημοσίου να συντηρεί – υπερτιμημένα ή και προκλητικά σε σχέση με τις συνθήκες της αγοράς- ένα τμήμα της κτηματαγοράς στην Ξάνθη. (ας μην απαριθμήσουμε τα γραφεία που νοικιάζονται) Για την ακρίβεια, μόνο σε εμπορικά κέντρα καταφεύγουν οι υπηρεσίες, λες και δεν υπάρχουν γραφεία αλλού ή διαμερίσματα που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Δεν υπάρχει κάποια μομφή εναντίον των εργολάβων ή των ιδιοκτητών των ακινήτων, που απλώς ικανοποιούν μια στεγαστική ανάγκη που εκδηλώνεται από τις υπηρεσίες (και αγνοώ τους ψιθύρους). Η μομφή είναι εναντίον όσων, διαχρονικά, θεωρούν ότι το δημόσιο είναι υποχρεωμένο να πληρώνει τις απαιτήσεις των πολιτικών προϊσταμένων ή των στελεχών του, όποιες και αν είναι αυτές, όσο προκλητικές και αν είναι. Και η αντίληψη ξεκινά από την πολιτική ηγεσία – που πρέπει να δίνει το παράδειγμα- και καταλήγει στους υπηρεσιακούς παράγοντες. Άρα ορθώς ξεκινά η προσπάθεια από τον Αντιπεριφερειάρχη ώστε να υπάρξει εξορθολογισμός.
Ο πολίτης λοιπόν δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώνει στέγαση υπηρεσιών σε «γκλάμουρ» γραφεία με εντυπωσιακή θέα. Το έκανε κάποτε και κακώς αλλά δεν θα το κάνει στο μέλλον. Όχι γιατί θα λύσουμε την κρίση δανεισμού της χώρας περικόπτοντας τα ενοίκια σε μια μικρή πόλη (αλλού είναι τα σοβαρά προβλήματα, θα συμφωνήσω), αλλά γιατί είναι ο καιρός που πρέπει να αλλάξει η αντίληψη του απρόσωπου και σπάταλου κράτους. Τα χρήματα που θα χαθούν από την «αγορά» δεν θα λείψουν από τον απλό πολίτη και θα διανεμηθούν δικαιότερα μέσω των δομών του κράτους ή της αυτοδιοίκησης, που χειμάζεται έτσι κι αλλιώς, άρα δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα.
Αντίφαση του Δημοσίου: Μισθώνει φτηνά, νοικιάζει ακριβά
Όμως όλη αυτή η αντίληψη πρέπει να συμπεριλάβει το σύνολο της σκέψης των πολιτικών παραγόντων και των υπηρεσιών που σήμερα είναι στρεβλή και συνοψίζεται σε δύο απλές θεωρήσεις: Το κράτος είναι ανεξάντλητο και πρέπει να πληρώνει υπερβολικά ενοίκια και τιμήματα αγοράς σε λίγους ιδιώτες ενώ αντίστοιχα η πολιτεία – συνηθέστερα η αυτοδιοίκηση – διαθέτει τα δικά της ακίνητα για ψίχουλα πάλι σε λίγους ιδιώτες. Αυτή λοιπόν η αντίληψη καιρός είναι να αντιστραφεί.
Είναι προκλητικό να στεγάζονται υπηρεσίες π.χ. στο Cosmos Center και να είναι άδειο το ακίνητο του Επιμελητηρίου που θα μπορούσε να το νοικιάσει σε λογική τιμή, όπως συμβαίνει με όλα τα ακίνητα του φορέα. Είναι επίσης προκλητικό ο Δήμος της Ξάνθης να μισθώνει για πενταροδεκάρες τα ακίνητά του και να μην νοικιάζει σε υπηρεσίες του Δημοσίου, με τα ίδια χαμηλά μισθώματα, ίσως και λίγο ακριβότερα αλλά πάντα στο πλαίσιο της αγοράς. Μιλάμε για κοινή λογική και όχι για δυσνόητες εξισώσεις.
Η γνωστή επιχειρηματολογία περί της στήριξης της τοπικής αγοράς από την αυτοδιοίκηση, καταρρίπτεται από την πιο λογική αντίληψη που θέλει την αυτοδιοίκηση να μην έχει ευνοημένους πολίτες ή επιχειρηματίες και να μην νοθεύει τον επιχειρηματικό ανταγωνισμό σε βάρος των συμφερόντων των δημοτών της. Πολύ περισσότερο όταν, στη σημερινή εποχή, αδυνατεί να καλύψει βασικές κοινωνικές δομές.
Άρα, πρέπει άμεσα να γίνει καταγραφή των ακινήτων δημοσίων, περιφερειακών και δημοτικών στην πόλη της Ξάνθης, διαμοιρασμός των υπηρεσιών σε λογικούς χώρους με πολύ χαμηλότερα ενοίκια καθώς και επαναδιαπραγμάτευση όλων των ενοικίων, στο πλαίσιο της κρίσης, όπως συμβαίνει σε όλη την αγορά. Ειδικά ο Δήμος της Ξάνθης διαθέτει πλήθος ακινήτων, που μετά τη μετακίνηση στο νέο Δημαρχείο θα επαρκούν για να καλύψουν τη στέγαση σχεδόν όλων των δημόσιων υπηρεσιών, ενώ ταυτόχρονα θα προσδώσουν οφέλη στο Δήμο.
Όσα δε λέμε δημοσίως για το νέο Δημαρχείο. Έκθετη η Τράπεζα της Ελλάδος.
Και επειδή αυθόρμητα επανέρχεται συνεχώς το θέμα του Νέου Δημαρχείου θα πρέπει να γίνουν ορισμένες επισημάνσεις. Φυσικά το αντίτιμο έχει κριθεί ότι είναι υπερβολικό, όμως η λογική της μετακίνησης δεν είναι λανθασμένη και είναι πολύ θεμιτό ο Δήμος να επιδιώκει να βρεθεί στο κεντρικότερο σημείο της πόλης με ένα αξιοπρεπές κτίριο. Λανθασμένος είναι ο τρόπος διαπραγμάτευσης, ενδεχομένως. Και για να μην υπάρχουν υπόνοιες πρέπει να πούμε δημοσίως όσα λέμε κατ’ ιδίαν -κακώς κατά την άποψή μας αφού δεν υπάρχει λόγος να αποσιωπούνται.
Η ιστορία αναφέρει, πώς όταν εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από το Δήμο Ξάνθης, η πλευρά της Τραπέζης της Ελλάδος αντέτεινε την ιλιγγιώδη προσφορά της τουρκικής τράπεζας Ziraat Bank που εκτόξευσε την τιμή στο επίπεδο των 6 ή 7 εκατομμυρίων, που λέγεται ότι κόστισε η αγορά. Η όλη διαπραγμάτευση δηλαδή έγινε υπό το βάρος αυτής της προσφοράς. Θα πρέπει όμως η Τράπεζα της Ελλάδος να μας πει ποιον εκπροσωπεί και ποιος είναι ο κύριος μέτοχός της. Ευθέως λοιπόν έχει την ηθική υποχρέωση να ανακοινώσει δημοσίως προς το κοινό, ποιες είναι οι ακριβείς προσφορές που δέχτηκε και από ποιους.
Αν μεν το ζήτημα τέθηκε στη βάση της «εθνικής ευαισθησίας», αυτή θα έπρεπε να τη διαθέτει η Τράπεζα και να αρνηθεί την πώληση (κοινή λογική) στη Ziraat. Αν το ζήτημα είναι καθαρά χρηματοοικονομικό θα πρέπει η Κεντρική μας Τράπεζα να απολογηθεί στους πολίτες της Ξάνθης για ποιο λόγο απαίτησε από ένα αυτοδιοικητικό φορέα ένα τίμημα πολλαπλάσιο της αγοραίας αξίας του ακινήτου, χρησιμοποιώντας μια προσφορά που δεν υπαγορεύτηκε από όρους «αγοράς». Eν τέλει, αν είχε τα «κότσια» ας το πουλούσε στην Ziraat. Σε κάθε περίπτωση όμως η Τράπεζα της Ελλάδος είναι έκθετη και οφείλει εξηγήσεις: Είτε «εκβίασε» μια πόλη και το Δήμο της με πρόσχημα εθνικό, είτε απλώς μας έπιασε τον κ….
Αν, πάλι, υπάρχει μια large λογική ίσων ευκαιριών προς κάθε ενδιαφερόμενο, αυτή θα έπρεπε να διαπνεει το σύνολο του δημόσιου βίου μας και να μην εφαρμόζεται αποσπασματικά, ενδεδυμένη με το εθνικό ζήτημα. Σίγουρα πάντως οφείλουν όλες οι πλευρές να επαναδιαπραγματευθούν το τίμημα σε πιο λογικά πλαίσια. Δεν είναι αστείο, είναι μια πραγματική ανάγκη καθώς τα χρήματα δεν περισσεύουν για να συμβάλλουμε στα αποθεματικά μιας κεντρικής τράπεζας, εισηγμένης στο χρηματιστήριο.
Αλλιώς οι ψίθυροι θα συνεχίσουν και για τις επόμενες δεκαετίες για την «αγορά του αιώνα». (Δυσκολεύομαι πάντως να πιστέψω ότι μια Τράπεζα -με ότι σκοπούς και αν εξυπηρετεί- διαπραγματεύτηκε το μεγαλύτερο και πιο κεντρικό ακίνητο της πόλης και στο τέλος βολεύτηκε με μια ένα μαγαζάκι κοντά στην πλατεία Μπαλτατζή. Ακόμη και αν είναι έτσι όμως, υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα)
Γιάννης Σιδηρόπουλος
isidister@gmail.com