SIDIROPOULOS-EDITORIALΠαρά τους πηχυαίους  τίτλους για ιστορική επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού στην Ελλάδα και τη μεγάλη έκταση που δόθηκε σε αυτή, τελικώς τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο εντυπωσιακά, όσο τα προανήγγειλαν οι περισσότεροι, ίσως μάλιστα να είναι ανύπαρκτα αν εκτιμήσει κανείς τα χειροπιαστά αποτελέσματα. Και αυτό έχει φυσικά τις αιτίες του αλλά. το σίγουρο είναι ότι η τουρκική διπλωματία οργάνωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μια έντονα επικοινωνιακή επίσκεψη.

Καταρχάς είναι προφανές ότι η επίσκεψη Ερντογάν έγινε σε μία τραγικά άσχημη περίοδο για τη χώρα μας , που ίσως δεν αποτελεί ευκαιρία για «μουσαφίρηδες». Παρόλα αυτά ο τούρκος Πρωθυπουργός ήρθε στην Ελλάδα κομίζοντας  προσδοκίες με μηνύματα αλληλεγγύης, επιθυμίες για επίλυση διαφορών, πρόθεση διαλόγου κλπ, φράσεις που και έλληνες και τούρκοι πολιτικοί χρησιμοποιούν συχνά, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε αν μια κατάσταση δεν αναγκάσει τις ηγεσίες των δύο χωρών να καθίσουν σε ένα τραπέζι. Και είναι δεδομένο ότι σε αυτή την άσχημη οικονομική κατάσταση που έχει αποδυναμώσει τη χώρα σε κάθε τομέα, θα ήταν αυτοκτονία να συζητήσει έλληνας Πρωθυπουργός εθνικά θέματα ή κυριαρχικά δικαιώματα και να δεσμευτεί για οτιδήποτε με τον ομόλογό του. Αν πρόθεση του γείτονα Πρωθυπουργού ήταν τώρα, μετά από τόσα χρόνια, να συζητήσει σοβαρά για τις μεταξύ μας διαφορές, μάλλον έψαχνε για κορόιδο.

Επειδή όμως ο Ερντογάν δεν είναι καθόλου τυχαίος πολιτικός και επειδή η χώρα του διόλου τυχαία δεν βρέθηκε σήμερα στις ισχυρότερες του κόσμου διαγράφοντας φρενήρη αναπτυξιακή και μεταρρυθμιστική τροχιά καλό θα είναι να διδαχτεί κανείς από τον τρόπο που προσεγγίζει τα ζητήματα. Είναι σαφές ότι σε αυτή τη χρονική συγκυρία συζητούν ένας ισχυρός με έναν αδύνατο με ότι αυτό συνεπάγεται. Και αυτός είναι και ο λόγος που για πολύ καιρό ακόμη η Ελλάδα δεν θα προσπαθήσει να λύσει κανένα εθνικό ζήτημα, έχοντας κληρονομήσει μάλιστα και αρκετά λάθη ιεράρχησης από την προηγούμενη κυβέρνηση και την προηγούμενη υπουργό.

Αν η Ελλάδα θα επιζητούσε κάτι , αυτό θα ήταν η μείωση των εξοπλιστικών δαπανών αλλά αυτό είναι το μοναδικό στοιχείο που η τουρκική πλευρά δεν επιθυμεί να μεταβάλλει. Πολύ περισσότερο αν σκεφτεί κανείς πόσο μικρότερο ποσοστό του προϋπολογισμού της ξοδεύει η γειτονική χώρα για να αντιμετωπίσει τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και σε πόσο δυσχερή θέση βρίσκεται αυτή τη στιγμή η Ελλάδα που κάνει τεράστιες θυσίες για να ακολουθήσει την Τουρκία στην κούρσα των εξοπλισμών. Αν σε όλα αυτά συνυπολογίσουμε ότι λόγω της υποτέλειας και της σήψης,  η Ελλάδα αγοράζει τα ίδια πολεμικά προϊόντα από το ίδια «μαγαζιά» με την Τουρκία αλλά σε διπλάσιες, συχνά τριπλάσιες τιμές, τότε καταλαβαίνει κανείς τι ζημιά έχει υποστεί το κοινωνικό κράτος γι’ αυτούς τους εξοπλισμούς.

Ας μην τρέφει κανείς αυταπάτες ότι ο Τούρκος Πρωθυπουργός έτεινε χείρα φιλίας ή ήρθε για να συμπαρασταθεί στο δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό, δύο κουβέντες συμπόνιας είναι ανέξοδες αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Ο Ερντογάν έκανε επίδειξη δύναμης, τόσο στους Έλληνες όσο και στους Τούρκους και έφερε μαζί του 100 επιχειρηματίες έτοιμους να μεγαλώσουν τη συνεχή διείσδυσή τους σε μια χώρα που έχει σταματήσει να παράγει. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.

Σε ότι αφορά στο μειονοτικό ζήτημα της Θράκης, είναι γνωστό ότι ο Τούρκος Πρωθυπουργός είναι πάντα προσεκτικός στο ύφος και τις διατυπώσεις του γύρω από το θέμα.  Άρα καμία μεταβολή και αλλαγή στάσης δεν πρόκειται να γίνει ποτέ που να ανακοινωθεί από τα χείλη Πρωθυπουργού, πολύ περισσότερο του συγκεκριμένου. Η βεβαιότητα είναι ότι η στάση που τηρείται αποδεικνύεται από τις κινήσεις των αξιωματούχων που τα τελευταία χρόνια κινούνται ανεξέλεγκτα στην περιοχή. Και η στάση αυτή θα συνεχίσει να σκληραίνει όσο θα ισχυροποιείται η γειτονική χώρα οικονομικά σε σχέση με την Ελλάδα.

Η αλήθεια είναι ότι ο Τούρκος Πρωθυπουργός, ο οποίος τον τελευταίο καιρό φαίνεται να εξαρθρώνει με αποφασιστικό τρόπο ακόμη και το «βαθύ κράτος» (παρόλο που έχει δρόμο μπροστά του), εμφανίζεται παντοδύναμος εντός και εκτός συνόρων και δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι πρόκειται για ένα μεγάλο αναμορφωτή της γειτονικής χώρας που βιώνει κοσμογονικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.  Και αυτή είναι η απόρροια της στάσης του τουρκικού λαού που πριν από, σχεδόν, 10 χρόνια ανέτρεψε με την ψήφο του το παραδοσιακό και διεφθαρμένο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα και δικαιώθηκε περίτρανα.

Για την ελληνική πλευρά η μόνη επιλογή που έχει είναι να παίξει περίπου όπως η Εθνική Ελλάδος στο ποδόσφαιρο, αλλάζοντας πάσες στο χώρο του κέντρου. Για το θέαμα, αυτή τη στιγμή ούτε λόγος να γίνεται.