SIDIROPOULOS-EDITORIALΤο Ξανθιώτικο Καρναβάλι ολοκληρώθηκε με μια αίσθηση επιτυχίας, που δεν προέρχεται από ψύχραιμη εκτίμηση των γεγονότων αλλά είναι και δημιούργημα, ίσως, της ευφορίας που προκαλεί η καρναβαλική κορύφωση σε ξανθιώτες και επισκέπτες. Η πραγματική επιτυχία ή αποτυχία του θεσμού κρίνεται και στην πορεία του χρόνου και ίσως η πτωτική κίνηση των επισκεπτών τα τελευταία χρόνια είναι ένα προμήνυμα για το θεσμό. Επίκεντρο όμως θα είναι πάντοντε ο ξανθιώτης που διασκεδάζει.

Αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να προβληματίσει μόνο τους διοργανωτές ή τους εθελοντές αλλά ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων.  Δουλειά του δημοσιογράφου πάντως είναι να αποτιμήσει τα θετικά και αρνητικά στοιχεία ενός θεσμού με πλατιά λαϊκή βάση, αδιαφορώντας αν είναι ευχάριστος ή δυσάρεστος. Και επειδή στην πορεία των ετών και στους ομόκεντρους κύκλους  μεταξύ Καρναβαλιού και Γιορτών Παλιάς Πόλης, κάποιες επισημάνσεις μας επαναλαμβάνονται με τρόπο βαρετό, έχουμε πλέον συνηθίσει να κατηγορούμαστε ως «εχθροί» των θεσμών ή όσων τους στηρίζουν. Για μας πάλι, η επισήμανση όσων συμβαίνουν γύρω μας χωρίς να νιώθουμε καμία ανάγκη να «στρατευτούμε» στο μονόδρομο της υποχρεωτικής επιτυχίας του θεσμού – λες και είμαστε ξενοδόχοι π.χ.- θεωρείται κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Το αντίθετο θα ήταν είδηση σε μια φυσιολογική κοινωνία (αλλά η δική μας δεν διεκδίκησε ποτέ αυτό τον τίτλο).

Το πρώτο και προφανές που οφείλει να επισημάνει κάποιος είναι η αδιαμφισβήτητη επιτυχία των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, τόσο σε ότι αφορά στο ύφος τους όσο και στο γεγονός ότι αποτέλεσαν ένα πολύ ομοιογενές σύνολο. Με εξαίρεση την παραφωνία του Σαββάτου – που τέλος πάντων μπορεί να δικαιολογηθεί και ως μια «λαϊκή νότα» στο φινάλε- οι εκδηλώσεις κινήθηκαν στη σωστή λογική ότι ο Δήμος που επενδύει χρήματα των δημοτών του θα πρέπει να δίνει στους πολίτες αυτά που, υπό άλλες συνθήκες, δεν μπορούν να δουν. Αυτή είναι η λογική που πρέπει να διαπνέει τις διοργανώσεις και δεν αρμόζει στο Δήμο, π.χ. να παρουσιάζει ήρωες και ηρωίδες των «σκυλάδικων», εφόσον υπάρχει η επιλογή για κάποιον να τους παρακολουθήσει κάποια στιγμή στο φυσικό τους χώρο. Η ομοιογενής εικόνα του συνόλου του προγράμματος παραμένει ζητούμενο και γι’ αυτό η προτελευταία μέρα χαρακτηρίζεται ως παραφωνία, ειδικά συγκρινόμενη με την πρώτη μέρα των ΘΛΕ.

Θετικό είναι το γεγονός ότι η οργανωτική αρτιότητα, λόγω  και της εμπειρίας είναι πια, δεδομένη. Θετικό επίσης το γεγονός ότι η εικόνα των αρμάτων ήταν άψογη και δεν είναι κακό να στηρίζεται το ντόπιο δημιουργικό  δυναμικό, πολύ περισσότερο όταν έχει αποδεδειγμένα υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο. Γενικότερα μέχρι στιγμής υπάρχουν κύτταρα καλλιτεχνικής δημιουργίας που αρχίζουν να αξιοποιούνται (π.χ. η Φιλαρμονική) και σίγουρα μπορούν να προσφέρουν πολλά περισσότερα στο μέλλον. Θετικά, τέλος, κρίνεται το γεγονός ότι υπάρχει μια νέα γενιά ανθρώπων της πόλης που έχει εδραιώσει μια καρναβαλική κουλτούρα και δημιουργεί μια παράδοση στην πόλη.  Μέτρια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η προβολή και προώθηση του θεσμού, που δεν μπορεί να απευθύνεται στην τοπική αγορά, αλλά στην υπόλοιπη χώρα. Και υπό την έννοια ότι μετά από τόσα χρόνια διοργανώσεων ο θεσμός έχει καθιερωθεί ως ο κορυφαίος της Βόρειας Ελλάδας ανάμεσα στους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, είναι αποτυχία να μην  έχει καταφέρει να καταλάβει περίοπτη θέση στα Μ.Μ.Ε της χώρας και, αντιθέτως, να συγκαταλέγεται μαζί με δεκάδες άλλες και μικρότερου βεληνεκούς εκδηλώσεις των ημερών.

Παράλληλα, η ευκολία με την οποία ο θεσμός κυλάει όλα αυτά τα χρόνια, τον έχει κάνει πολύ προβλέψιμο. Και σε αυτό το σημείο οι πολυσυζητημένοι Πολιτιστικοί Σύλλογοι –παραπλανητική η ονομασία τους κατά τη γνώμη μας- έχουν τις ευθύνες τους. Με αφορμή την συμπεριφορά αρκετών συλλόγων που οδήγησε στην πρωτόγνωρη έξοδο των «Φίλων» από την παρέλαση και συνιστά μελανό σημείο στην ιστορία του θεσμού, είναι καιρός να σχολιαστεί ο τρόπος που μέχρι σήμερα λειτουργούν.

Η αδιαφάνεια στα οικονομικά των συλλόγων –για τα οποία πολλοί εικάζουν αλλά λίγοι μιλούν- εφόσον αναφέρεται συνεχώς χωρίς να ενοχλεί κανέναν, ίσως σημαίνει κάτι αλλά οι ψίθυροι διογκώνονται χρόνο με χρόνο. Αυτό που αναζητείται είναι ο ανανεωτικός και δημιουργικός ρόλος των συλλόγων που στις αρχές του ’90 οδήγησε στην αναγέννηση και έκρηξη του θεσμού. Οι Σύλλογοι λοιπόν έχουν πάψει να έχουν οποιαδήποτε άλλη παρουσία στην πόλη και έχουν περιοριστεί αυστηρά να κάνουν τους εμπόρους στολών –και ταβερνιάρηδες ενίοτε- ενώ ακόμη και η συμμετοχή στην παρέλαση είναι πια ιδιαίτερα τυποποιημένη σε μια ομάδα καρναβαλιστών που προχωρά και χορεύει από το Φόρο μέχρι το Κολυμβητήριο. Όμως τα πράγματα δεν ήταν έτσι στο ξεκίνημα, όταν οι Σύλλογοι διοργάνωναν βραδιές για το κοινό– όπως ο πολύ επιτυχημένος θεσμός, πλέον, του χορού του Διόνυσου- είχαν μια διαρκή παρουσία στα κοινά και, ακόμη και στην παρέλαση η παρουσία τους είχε μια προετοιμασμένη και υποτυπώδη τουλάχιστον, σκηνική και σκηνοθετική άποψη. Σήμερα ενδιαφέρονται απλώς να πουλήσουν τις στολές σε τιμή 60-90% πάνω από την τιμή αγοράς, τις οποίες έχουν προμηθευτεί στην πλειοψηφία τους εκτός της αγοράς της Ξάνθης  (αυτή είναι από τις πλέον τραγικές λεπτομέρειες του θεσμού καθώς επαγγελματίες απαρτίζουν τα περισσότερα Προεδρεία των Συλλόγων ! )

Εδώ υπεισέρχεται και η ευθύνη του Δήμου που πρέπει να ανανεώσει την τυποποιημένη παρέλαση και να απαιτήσει από τους συλλόγους να προσφέρουν κάτι πιο δημιουργικό στις ΘΛΕ. Εξάλλου η πολύ αργή παρέλαση, η ύπαρξη εξέδρας επισήμων – λες και οι καρναβαλιστές είναι συντεταγμένο σώμα που παρελαύνει ενώπιον της ηγεσίας-, το γεγονός ότι κάθε σύλλογος πρέπει να σταματά επί πολλά λεπτά για να χαριεντίζεται με τους «επίσημους», όπως επίσης και η μανία της κάμερας που καταλαμβάνει αρκετούς, είναι στοιχεία που υποβιβάζουν την εικόνα του θεσμού.

Δεν θα πρέπει να αποκρύπτεται το γεγονός ότι πλέον οι ξανθιώτες έχουν αποχωρήσει σταδιακά από την παρέλαση και οι σύλλογοι απευθύνονται στους επισκέπτες που συμμετέχουν σ΄αυτή, υπό τη μορφή τουριστικής ατραξιόν. Είναι όμως αυτό το περιεχόμενο του καρναβαλιού;  είναι δηλαδή «τσολιαδάκια που πωλούνται στην Ακρόπολη;» Αν ναι, τότε για πάρα πολλούς αυτός ο θεσμός αρχίζει να γίνεται ξένος και απασχολεί μόνο όσους τον καρπώνονται οικονομικά. Για την ευθύνη όλων αυτών που ωφελούνται και τη δυσφήμιση που προξενούν αναφερθήκαμε – πρωτοτύπως- πριν το τριήμερο γνωρίζοντας τι θα επακολουθήσει ενώ τα κατορθώματα αρκετών ταξίδεψαν ήδη στο διαδίκτυο από αγανακτισμένους επισκέπτες. Και έχει επισημανθεί από το βήμα αυτό, ότι κάποιες ομάδες επιχειρηματιών έχουν την ευθύνη να ενισχύουν οικονομικά τη διοργάνωση καθώς δεν είναι δυνατόν να επενδύονται ποσά των δημοτών για να ωφεληθεί – εώς θησαυρίσει – μια μερίδα επιχειρηματιών . (Η δικαιολογία του τέλους επί των ακαθαρίστων θα μπορούσε να σταθεί μόνο εφόσον το τέλος αντιστοιχούσε στα πραγματικά και όχι στα «δηλωμένα» έσοδα).

Η αποχώρηση των Φίλων, εξάλλου,  είναι ένα γεγονός που θα πρέπει να προβληματίσει όποιον απασχολεί σοβαρά το μέλλον αλλά και ο χαρακτήρας του θεσμού. Οι Φίλοι, των οποίων το παρελθόν στην εδραίωση των δύο μεγάλων θεσμών της πόλης είναι ένδοξο και η παρουσία τους υπήρξε πάντα διαφορετική, αντιλήφθηκαν ότι σε αυτή την πόλη δεν πουλάμε μόνο στολές, αλλά υπάρχει και κοινωνία με αληθινές και πραγματικές ανάγκες που δεν κρύβονται, όπως νομίζουν αρκετοί, κάτω από τα αποκριάτικα κοστούμια μας. Αν πάλι κάποιοι εξέφρασαν «αισθητικούς προβληματισμούς», έχουμε να πούμε πολλά για την «αισθητική» των ίδιων, του ξανθιώτικου καρναβαλιού και τί θα έπρεπε να ενοχλεί τελικά.

Η λαογραφία αργά, σταθερά και προσεκτικά αποχωρεί από τις Θρακικές Λαογραφικές Γιορτές. Είναι ένας προβληματισμός, όμως, που δεν πρέπει να απασχολεί μόνο το Δήμο αλλά, μοιραία, είναι αντικείμενο κοινωνικής διαβούλευσης για το μέλλον του θεσμού που θέλουν οι διοργανωτές, οι σύλλογοι, το κοινό και η «αγορά». Είναι μια απόφαση που πρέπει να ληφθεί γρήγορα όμως καθώς από αυτήν θα εξαρτηθεί αν στο μέλλον ο θεσμός θα είναι – σε ένα απλουστευμένο δίλημμα- ο δυτικότροπος και άμεσα «προσοδοφόρος» ή θα έχει πιο φολκλόρ διάσταση αναζητώντας την βαλκανική του διείσδυση και καταξίωση. Υπάρχει βέβαια πάντα και η άποψη αρκετών που πιστεύουν ότι όσο αποκόπτεται από την ιστορική του βάση, οδηγείται μοιραία στην κατάλυση. Η αξιοποίηση του Διονύσου, ως στοιχείου ιστορίας και λαογραφίας της περιοχής έχει τεθεί από πνευματικούς ανθρώπους της πόλης σε επίπεδο ανεπίσημο και ίσως είναι ώρα να συζητηθεί στο προσκήνιο. Αρκεί να το συζητήσουν άνθρωποι που μπορούν να αντιληφθούν το χαρακτήρα της διονυσιακής λατρείας και όχι όσοι χρησιμοποιούν τον αρχαίο θεό για να δικαιολογήσουν τη μέθη των ημερών.

Συμπερασματικά, το Ξανθιώτικο Καρναβάλι υπό την έννοια του οικονομικού γεγονότος το οποίο απασχολεί αρκετούς, παρουσιάζει μια μικρή φθορά που δεν οφείλεται στην οικονομική συγκυρία αλλά είναι μια κατάσταση διαρκής τα τελευταία χρόνια. Όμως επειδή το θεσμό τον δημιουργεί ο Δήμος για τους δημότες του δεν θα πρέπει να τον «μετράμε» με βάση τα έσοδα αλλά με βάση τον αντίκτυπο στους πολίτες. Αυτοί θα κρίνουν τελικά την επιτυχία του με γνώμονα τη δική τους ικανοποίηση και ευχαρίστηση όλο αυτό το διάστημα αλλά και με βάση την αίσθηση ολοκλήρωσης για κάτι που παράγεται στην πόλη τους, τους κάνει υπερήφανους και επιβραβεύεται από επισκέπτες. Άρα αν οι πολίτες πέρασαν ωραία, γιατί θα πρέπει να τα βάψουν μαύρα επειδή κάποιοι επιχειρηματίες έγδαραν φέτος λιγότερους από πέρυσι;

Τέλος, ίσως δεν έγινε αντιληπτό αλλά στο κείμενο αυτό απουσιάζει η λέξη «πολιτισμός». Αυτή η έννοια απασχολεί μια άλλη, πολύ μεγάλη κουβέντα όχι μόνο για το καρναβάλι αλλά για όλη τη λειτουργία αυτής της πόλης.

Γιάννης Σιδηρόπουλος
isidister@gmail.com

 

Y.Γ .
Οι απόψεις αυτές, αν και χαρακτηρίζονται συχνά αιρετικές, είναι προσωπικές και εκφράζουν το συγκεκριμένο μέσο. Οι απόψεις του καθενός δεν προσφέρονται για «αντιγραφή» όπως συμβαίνει συχνά με άλλες δημοσιεύσεις του μέσου.