SIDIROPOULOS-EDITORIALΤα πρόσφατα περιστατικά εγκληματικότητας στην πόλη της Ξάνθης αναδεικνύουν ένα σοβαρό ζήτημα που απασχολεί έντονα τη χώρα, όπως και την περιοχή καθώς η εγκληματικότητα είναι πια φλέγον πρόβλημα που πλήττει καίρια τον καθημερινό τρόπο ζωής των ανθρώπων μιας επαρχιακής πόλης όπως η Ξάνθη. Χωρίς τις ακροδεξιές κορώνες που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος αλλά και βήμα τα τελευταία χρόνια, μια ψύχραιμη εκτίμηση του ζητήματος καταλήγει  συνήθως σε δύο βασικές αιτίες:

τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα με τη νόμιμη και παράνομη μετανάστευση από χώρες των Βαλκανίων και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης αλλά και την ολοένα αυξανόμενη αδυναμία της αστυνομίας να προστατεύσει τον πολίτη.  Η κατάσταση της ελληνικής αστυνομίας αποτελεί  ένα πρόβλημα υπαρκτό εδώ και δεκαετίες και γνωστό σε πολλές ομάδες πολιτών που έχει γίνει εμφανές τα τελευταία χρόνια και προκαλεί την κοινωνική αγανάκτηση, εξαιτίας της έκρηξης της εγκληματικότητας. Καθώς τις περασμένες δεκαετίες ο ρόλος της αστυνομίας περιοριζόταν στο κυνήγι μικροαπατεώνων, βεβαιώσεις παραβάσεων πολεοδομικού ή υγειονομικού ενδιαφέροντος και διαφορές μεταξύ πολιτών,  τα σοβαρά της προβλήματα παρέμεναν κρυμμένα στις μικρές πόλεις. Μοιραία όμως με την έξαρση της εγκληματικότητας φάνηκε η σημαντική ανεπάρκεια. Και αν στα περιστατικά αυτά που έγιναν γνωστά προσθέσουμε και αυτό με αυτοκίνητα που φέρουν βουλγαρικές πινακίδες και φάρο και έχουν θεαθεί να κάνουν καταδίωξη μέρα μεσημέρι σε συνοικία της  Ξάνθης (με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό για όσους γνωρίζουν), κατανοεί κανείς ότι η κατάσταση είναι αρκετά δύσκολη.

Αφήνοντας στην άκρη τα προβλήματα εκδημοκρατισμού που -αν και δεν έχουν πια πολιτικό χαρακτήρα εντούτοις-  παραμένουν άλυτα, το πρόβλημα της αδυναμίας να προστατευτεί ο πολίτης μπορεί εύκολα να εξηγηθεί από αυτό που ονομάζουμε «φυσιογνωμία» του έλληνα αστυνομικού. Άπασες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσουν τις υπηρεσίες της ΕΛΑΣ σε τόσο χαμηλό επίπεδο. Ακόμη και μετά την πολυπόθητη εισαγωγή των αστυνομικών σχολών στις πανελλαδικές εξετάσεις που προσδοκούσαν πολλοί ότι θα ακολουθήσει το θετικό παράδειγμα των σχολών του στρατού, η κατάσταση δεν άλλαξε σχεδόν σε τίποτε. Αμέσως ανακαλύφθηκε η «πατέντα» των ειδικών φρουρών και των συνοριακών για να συνεχίσουν ανενόχλητοι οι βουλευτές να κάνουν προσλήψεις και ταυτόχρονα να συντηρούν απαράλλαχτο το πρότυπο του έλληνα αστυνομικού που απαντά συχνά σε ανέκδοτα και ελληνικές ταινίες. Ακόμη και στις σχολές όμως εκφράζονται αρκετές επιφυλάξεις για την ποιότητα των γνώσεων που παρέχονται ενώ προσφάτως η διάρκειά των σπουδών μειώθηκε στο ένα έτος (!) και ο δεύτερος χρόνος των δοκίμων αστυφυλάκων μετετράπη σε «πρακτική άσκηση». Το ερώτημα για το είδος των σπουδών που παρέχει μια σχολή, ισότιμη με ΤΕΙ μόλις σε ένα  έτος, προκύπτει αυθόρμητα, πολύ περισσότερο αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι ο χρόνος αυτός αντιστοιχεί και στη στρατιωτική θητεία που υπηρετεί οποιοσδήποτε άλλος νέος. Ανεξάρτητα από τις γνώσεις και τους εκπαιδευτές τους όμως, μόλις οι αστυφύλακες κληθούν να αναλάβουν υπηρεσία βρίσκονται μέσα σε ένα «παραδοσιακά» διαμορφωμένο σκηνικό με κανόνες ρυθμισμένους χρόνια πριν, στο οποίο αδυνατούν να αλλάξουν έστω το παραμικρό.

Τελικά ο έλληνας αστυνομικός, κύρια ο απλός αστυφύλακας που εκφράζει και το πρόσωπο της αστυνομίας προς τον πολίτη, συνεχίζει να μην εμπνέει κανένα σεβασμό. Αυτό, δηλαδή που όλοι μνημονεύουν από τις επισκέψεις του στο εξωτερικό, την εικόνα του αστυνόμου που επιβάλλεται. Το σεβασμό κερδίζει λοιπόν ο αστυνομικός που συμπεριφέρεται με διακριτικότητα και ευγένεια απέναντι στον πολίτη, περιοριζόμενος αυστηρά στα καθήκοντά του και σεβόμενος απόλυτα τα δικαιώματα του πολίτη, που η όψη και η διάπλασή του μαρτυρά επαγγελματία του είδους, που η χρήση των ελληνικών του και η συμπλήρωση ενός εντύπου μαρτυρά εγγράμματο, που  γνωρίζει να συμπεριφερθεί στο νομοταγή όσο και στον παρανομούντα και – το βασικότερο- έχει πάντοτε στο μυαλό του ότι ο προορισμός είναι να προστατέψει και να υπηρετήσει τον πολίτη. Κυρίως το σεβασμό κερδίζει ο αστυνομικός που είναι παρών όταν τον χρειάζονται και έχει εκπαιδευτεί γι’ αυτό. Γνωρίζουν όλοι ποια είναι η εικόνα στη χώρα μας όπως γνωρίζουν ότι η ανεπάρκεια αυτή δημιουργεί ένα αρνητικό κλίμα, το οποίο επιστρέφει ως επιπρόσθετο πρόβλημα που καλούνται να επιλύσουν οι αστυνομικοί. Επειδή ή ίδια η αστυνομία με τη λειτουργία της έχει δώσει το δικαίωμα να αμφισβητείται η γνώση των ορίων της αποστολής της, ταυτόχρονα έχει επιτρέψει απίθανες και καθημερινές παρεμβάσεις στο έργο της. Σε κάθε δύσκολη αποστολή ενός αστυφύλακα ή ενός αξιωματικού που χειρίζεται μεγάλο αριθμό προσωπικού, υπάρχει η βεβαιότητα ότι εφόσον δράσει όπως θεωρεί σωστό  η μισή Ελλάδα είναι έτοιμη να τον κατηγορήσει, αλλά αντίθετα αν φοβηθεί να δράσει, τον κατηγορεί η υπόλοιπη μισή. Έχει ήδη στο μυαλό του, συνήθως και κάποιους γραφικούς που έχουν κλείσει θέση στα τηλεοπτικά δελτία της ίδιας μέρας για να τους κρίνουν ως ειδικοί.  Και τι έγινε τον τελευταίο χρόνο που η ανεπάρκεια της ΕΛΑΣ ήρθε με τόσο τραγικό τρόπο στην επιφάνεια? Μια ματιά στα Εξάρχεια μπορεί να πείσει ότι τίποτε απολύτως δεν έχει αλλάξει.

Πρακτικά όμως για να βρουν πεδίο εφαρμογής οι σωστές ή οι λανθασμένες θεωρίες, πρέπει να βγει ο αστυνομικός στο δρόμο, γεγονός σπάνιο στις μέρες μας. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανύπαρκτη παρουσία της Τροχαίας στην Ξάνθη. Για ολόκληρη την Ξάνθη όλοι οι πολίτες γνωρίζουν ότι μόλις δύο τροχονόμοι, γνωστοί με τα ονόματά τους σε όλους, είναι επιφορτισμένοι με τη ρύθμιση της κυκλοφορίας, θυμίζοντας επαρχιακή κωμόπολη περασμένων δεκαετιών.  Άγνωστο παραμένει που βρίσκονται οι υπόλοιποι άνδρες όλων των υπηρεσιών παρόλο που η Αστυνομική Διεύθυνση Ξάνθης υποστηρίζει ότι ελάχιστοι αστυνομικοί απασχολούνται σε υπηρεσίες γραφείου και όλοι βρίσκονται στο δρόμο. Μόνο που δεν τους είδαμε εμείς. Αν εξαιρέσουμε τις άσκοπες –και απλήρωτες νομίζω- υπηρεσίες φύλαξης αγρίων στα γήπεδα των ανώνυμων ποδοσφαιρικών εταιριών, όπου θεωρητικά η παρουσία τους θα έπρεπε να έχει πάψει, οι αστυνομικοί έχουν εξαφανιστεί. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε την ύπαιθρο όπου αστυνομικά τμήματα υπάρχουν έχοντας ως μόνη τους αποστολή τη φύλαξη του κτιρίου ενώ οι κάτοικοι βιώνουν απίστευτες καταστάσεις ανασφάλειας και διατάραξης του φιλήσυχου τρόπου ζωής τους. Κανείς δεν έχει τη διάθεση να ασχοληθεί με το έγκλημα, ειδικά τώρα που οι εγκληματίες είναι πραγματικοί και όχι ψιλικατζήδες, κανείς δεν θα βιαστεί ποτέ να φτάσει σε σπίτι όπου γίνεται διάρρηξη αλλά θα περιμένει να φύγει ο κλέφτης, κανείς δεν θα καταδιώξει τον επικίνδυνο εγκληματία παρά μόνο αν θεωρείται βλάκας, κανείς δεν έχει την όρεξη να επιτελέσει την αποστολή του και μάλιστα κακοπληρωμένος, αλλά θέλει να επιστρέψει νωρίς-νωρίς στο σπίτι για να ανοίξει την τηλεόραση. Τελικά για τους έλληνες αστυνομικούς η υπηρεσία είναι, με κάθε βεβαιότητα, μια απαραίτητη και ανυπόφορη αγγαρεία στο διάστημα μεταξύ του διορισμού και της –υπερβολικά πρώιμης επιτρέψτε μου- συνταξιοδότησης. Και είναι γνωστό ότι οι συνεπείς περιθωριοποιούνται εντός των τάξεων της αστυνομίας, ως γραφικοί.

Οι δημοσιογράφοι γνωρίζουμε  ότι εδώ και μήνες λειτουργούν στην πόλη οι πεζές και εποχούμενες περιπολίες αλλά δυστυχώς, ελάχιστοι έχουν αντιληφθεί την παρουσία των αστυνομικών. Γενικότερα τον τελευταίο καιρό η μοναδική περίπτωση που η παρουσία της αστυνομίας έγινε αισθητή ήταν όταν  δεν ήταν απαραίτητη, δηλαδή στο κυνήγι μερικών αντιεξουσιαστών για τους οποίους έγινε τεράστια κινητοποίηση, πιθανώς λόγω μιας ακήρυχτης βεντέτας. Αν είχε ποτέ καταβληθεί αντίστοιχη προσπάθεια για την καταπολέμηση του κοινού εγκλήματος το αίσθημα προστασίας του πολίτη στην περιοχή θα είχε βελτιωθεί αισθητά. Και είναι βέβαια ότι αν ποτέ ένας αξιωματικός προσπαθούσε να επιτελέσει το σκοπό του, η ίδια η πολιτική ηγεσία θα τον επανέφερε στην τάξη, καθώς ουδείς επιθυμεί να διασαλεύεται η τάξη  που έχει διαμορφωθεί αυτά τα χρόνια.

Είναι προφανές ότι αν κάποιος επιθυμούσε να αλλάξει θα είχε δώσει άμεσα στη δημοσιότητα τα ονόματα των επιχειρηματιών, πολιτικών, ποδοσφαιριστών και –φυσικά- μεγαλοδημοσιογράφων στους οποίους οι χιλιάδες αστυνομικοί που πληρώνουμε παρέχουν υπηρεσίες οδηγού, φύλαξης παιδιών και οικιακού βοηθού, σπανίως ασφαλείας. Και αυτό είναι μια πρόκληση για μια κυβέρνηση που επαγγέλλεται την πλήρη δημοσιοποίηση όλων των στοιχείων. Ακόμη και αν για κάποιους από αυτούς η απασχόληση των αστυνομικών είναι νόμιμη, δεν σημαίνει ότι είναι και ηθική, όπως π.χ. δεν είναι καθόλου ηθικό μοτοσικλετιστές να ανοίγουν δρόμο σε δημοσιογράφους – κατά τα άλλα λαϊκούς- ώστε να προλάβουν το αεροπλάνο τους (!) Δυστυχώς ξεκινώντας από την περιγραφή του αστυνομικού όπως είναι σε προηγμένες χώρες, καθώς αναλύουμε την κατάσταση στην Ελλάδα καταλήγουμε σε αυτές τις τραγικές εικόνες γιατί –όπως είπε κάποτε και ένας Πρωθυπουργός- «αυτή είναι η Ελλάδα», ξεχνώντας να προσθέσει ότι ελάχιστοι επιθυμούν να αλλάξει.

Δεν γνωρίζουμε τι υπηρεσίες θα μπορούσε να παράσχει η ΕΛΑΣ σε ένα σοβαρό πλαίσιο, είναι δεδομένο όμως ότι κρατείται σε νάρκωση. Το εύκολο είναι να κατηγορήσει κανείς τον αστυνομικό, που δίνει συχνά αφορμές. Το δύσκολο όμως είναι για τον κυβερνώντα να τον εφοδιάσει με γνώσεις, να τον επιμορφώσει, να του υπενθυμίσει την αποστολή του και τα όρια που υπάρχουν, να τον αξιοποιήσει κατάλληλα και να τον τιμωρήσει – δυστυχώς- μόλις παρεκτραπεί. Ποιος είναι ο πολιτικός που θα το κάνει αυτό όταν ο ίδιος χρησιμοποιεί πλειάδα αστυνομικών, οι περισσότεροι από τους οποίους εκτελούν χρέη διαφορετικά από αυτά που προβλέπονται?

Γιάννης Σιδηρόπουλος